- παιδεύει
- παιδεύωbring uppres ind mp 2nd sgπαιδεύωbring uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наказати — НАКА|ЗАТИ 1 (127), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. 1. Дать наказ, наставление, научить; воспитать: Мѹжь мѹдръ люди сво||ѧ накажеть. (παιδεύσει) Изб 1076, 153–153 об.; въ вьсѣхъ искѹшенихъ [так!] бывъ. ѹчааше и наказааше стати крѣпъцѣ противѹ ди˫аволемъ къзньмъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
наказовати — НАКАЗ|ОВАТИ (11), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Наставлять, поучать: подобно же наказуеть [Павел] г҃лѧ: облецѣтесѧ въ г(с)а Iс(с)а и плоти ѹгодь˫а не творите на желаньѥ (παραινεῖ) ГА XIII–XIV, 273г; Еп(с)пъ. ли прозвутеръ. небрегы о клиросѣ. ли о людехъ. и не … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Gramática de la lengua común de los griegos — Γραμματικῆ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων Γλώσσης Gramática de la lengua común de los griegos Autor Nikoláos Sofianós Tema(s) Gramática griega Publicado en … Wikipedia Español
κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… … Dictionary of Greek
κόλπο — το (Μ κόλπον) νεοελλ. 1. έξυπνο τέχνασμα («θα σού πω ένα κόλπο για να αποφεύγεις τους ενοχλητικούς επισκέπτες») 2. επιχείρηση προς εξαπάτηση, απάτη («μαζί σκάρωσαν το κόλπο με τους πλαστούς πίνακες») 3. φρ. «μού κάνει κόλπα» α) συμπεριφέρεται με… … Dictionary of Greek
νουβέλα — Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον… … Dictionary of Greek
παραδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. παραδέκομαι, ποιητ. τ. παρδέχομαι δέχομαι κάτι ως ορθό και δίκαιο, συμφωνώ, εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. αναγνωρίζω,… … Dictionary of Greek
όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… … Dictionary of Greek